- Λεοντοφόνον
- Λεοντοφόνοςlion-killingmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεοντοφόνον — λεοντοφόνος lion killing masc/fem acc sg λεοντοφόνος lion killing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεοντοφόνος — λεοντοφόνος, ον (AM) αυτός που σκοτώνει λιοντάρια αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεοντοφόνον είδος εντόμου τής Συρίας το οποίο έχει δηλητήριο φονικό για τα λιοντάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + φόνος (πρβλ. ανδρο φόνος, δολο φόνος)] … Dictionary of Greek